Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

''Μαύρη'' Εργασία στη Γεωργία

''Αόρατοι'' εργάτες για τα κέρδη των καπιταλιστών της υπαίθρου

  • Δεν καταγράφονται ως φυσικά πρόσωπα από τις επίσημες στατιστικές, παρά μόνο ως μάζα εργάσιμου χρόνου
  • Η εισροή μεταναστών στις αγροτικές περιοχές διεύρυνε το χάσμα μεταξύ των μεγάλων και μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων


Οταν αναφερόμαστε σε μισθωτούς εργάτες γης στην ελληνική γεωργία τότε μιλούμε κατά το πλείστον για ξένους εργάτες γης, με τουλάχιστον τους μισούς να εργάζονται υπό καθεστώς «μαύρης» και ανασφάλιστης εργασίας, καθώς πρόκειται για μετανάστες, δίχως άδειες παραμονής και συνεπώς ευάλωτους σε κάθε είδους εργοδοτική αυθαιρεσία. Το φαινόμενο έχει πάρει τέτοια έκταση τις δύο τελευταίες δεκαετίες που ακόμη και οι επίσημες υπηρεσίες «αρνούνται» να καταμετρήσουν τον ακριβή τους αριθμό, παρέχοντας στις σχετικές ετήσιες στατιστικές έρευνες στοιχεία για τις αναγκαίες Ετήσιες Μονάδες Εργασίας, προκειμένου η παραγωγική διαδικασία της κάθε καλλιέργειας να ολοκληρώσει τον ετήσιο κύκλο της. Πρόκειται έτσι για μία και τυπική αναγνώριση του φαινομένου της σκληρής εκμετάλλευσης που βιώνουν οι «αόρατοι» εργάτες γης σε ολόκληρη τη χώρα - και όχι μόνο στην Ηλεία και τη Μανωλάδα - αφού οι επίσημοι κρατικοί φορείς τους αναγνωρίζουν μόνον ως «παραχθείσες εργατοώρες» και όχι ως φυσικά πρόσωπα, ως εργαζόμενους με δικαιώματα στην αμοιβή, στην Κοινωνική Ασφάλιση και περίθαλψη, εν τέλει στην ανθρώπινη αξιοπρεπή διαβίωση.

Η είσοδος μεταναστών κατά μαζικά κύματα στη χώρα μας ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του '90, όμως κατά την περίοδο 2005 - 2010 σημειώνεται η σημαντικότερη εισροή μεταναστών, υπολογιζόμενη στην Ευρώπη περί τα 3,4 εκατ. άτομα, με εκτιμώμενη μέση ετήσια αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού άνω του 5,2%. Σύμφωνα με στοιχεία του 2008, στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), ο αριθμός των μεταναστών υπολογιζόταν περίπου στα 9 εκατ. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το ποσοστό τους στη χώρα μας ξεπερνά το 10% του συνολικού πληθυσμού[1].

Τα στοιχεία του 2010 «δείχνουν» ότι στην Ελλάδα διέμεναν 518.675 μετανάστες που διέθεταν άδεια παραμονής, ενώ ακριβείς εκτιμήσεις αναφέρουν ότι υπάρχουν άλλοι τόσοι χωρίς άδειες και χαρτιά. Από το σύνολο του μεταναστευτικού πληθυσμού περίπου το 17,5% απασχολείται στη γεωργία. Οι χώρες προέλευσής τους είναι κυρίως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Αίγυπτος, η Ινδία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Οι περισσότεροι «παράνομοι» προέρχονται από τις τρεις τελευταίες χώρες[2]. Σε απόλυτους αριθμούς μιλάμε για περίπου 180.000 ξένους εργάτες γης, οι οποίοι προσφέρουν το 1/4 της συνολικής εργασίας που απορροφά η εγχώρια αγροτική παραγωγή.

Τα στοιχεία της Γιούροστατ, σχετικά με τη διάρθρωση του εργατικού δυναμικού των εγχώριων γεωργικών εκμεταλλεύσεων για το έτος 2010, αναφέρουν ότι από το σύνολο των 404.320 Ετήσιων Μονάδων Εργασίας[3] (ΕΜΕ) οι 53.360 έχουν προέλθει από εποχικό εργατικό δυναμικό. Χαρακτηριστικό της έκτασης που έχει λάβει το φαινόμενο της «μαύρης» εργασίας στην ελληνική γεωργία είναι ότι, ενώ η επίσημη στατιστική υπηρεσία της ΕΕ καταγράφει τον ακριβή αριθμό των τακτικά απασχολούμενων εργατών γης, που είναι 24.720 άτομα, για τους εποχικά απασχολούμενους αναφέρει μόνο τις συνολικά παραχθείσες ΕΜΕ.

Γενικευμένο φαινόμενο

Το φαινόμενο, πάντως, δεν είναι καθόλου ελληνική «αποκλειστικότητα», αφού, για παράδειγμα, στη νότια Ιταλία, σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη το 2007, το 72% των μεταναστών, προερχόμενων κυρίως από χώρες της Αφρικής, δε διέθετε άδεια παραμονής και εργασίας, αμειβόταν με ιδιαίτερα χαμηλά ημερομίσθια, ενώ οι συνθήκες στέγασης και συνολικής διαβίωσης χαρακτηρίζονταν «πολύ άσχημες». Ανάλογα ήταν τα ευρήματα αντίστοιχων ερευνών σε Ισπανία και Πορτογαλία[4].

Εμπειρικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα δείχνουν ότι ειδικά στις εντατικές εκμεταλλεύσεις οι μετανάστες προσφέρουν το ένα τρίτο σχεδόν της συνολικά καταβαλλόμενης εργασίας, ενώ συνεισφέρουν σχεδόν αποκλειστικά, σε ποσοστά άνω του 90%, τη μισθωτή εργασία στην ελληνική γεωργία[5].

Τα φτηνά εργατικά χέρια των παράνομων μεταναστών συνέβαλαν ως ένα βαθμό στην άμβλυνση των δυσμενών επιπτώσεων που επέφεραν στην ελληνική γεωργία οι αναδιαρθρώσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ, αλλά και οι συμφωνίες της GATT. Μεγάλα τμήματα του αγροτικού πληθυσμού άντεξαν τις αθρόες εισαγωγές φτηνών αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, εξαιτίας της μείωσης του κόστους παραγωγής που πέτυχαν μέσω της αξιοποίησης της μαύρης εργασίας[6]. Είναι, ωστόσο, σημαντικό και πρέπει να σημειωθεί το στοιχείο που καταγράφουν ανεπίσημα στοιχεία και επιβεβαιώνουν ειδικοί επιστήμονες, πως μόνο οι μισές αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα μισθώνουν εργατική δύναμη.

Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των «παράνομων» φτηνών εργατικών χεριών τροφοδοτούν και ενισχύουν με τεράστια κέρδη τις εντατικές καλλιέργειες και τη ραγδαία αναπτυσσόμενη εξειδικευμένη εποχική γεωργία, η οποία απαιτεί συνεχή μίσθωση νέων εργατών από τα χαμηλότερα τμήματα της αγοράς εργασίας[7]. Με απλά λόγια, τα πραγματικά «οφέλη» της μαύρης εργασίας απολαμβάνουν οι μεγάλου μεγέθους εντατικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις, οι καπιταλιστές του αγροτικού χώρου δηλαδή, οι οποίοι συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος των παράνομων μεταναστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στα μεγέθη 30 - 50 στρεμμάτων οι μετανάστες προσφέρουν 62 ημερομίσθια/έτος, ο αριθμός αυτός αυξάνεται στα 163 στις εκμεταλλεύσεις 50 - 100 στρ. και στα 172 στις εκμεταλλεύσεις 100 - 200 στρεμμάτων[8]. Ο αριθμός των ημερομισθίων εκτοξεύεται δίχως να έχει καταγραφεί επακριβώς, όταν εξετάζουμε εντατικές θερμοκηπιακές καλλιέργειες που ξεπερνούν σε έκταση τα 200 στρέμματα.

Εν τέλει, η χρησιμοποίηση των παράνομων εργατών γης αποτελεί ένα ακόμη «όπλο» στα χέρια των καπιταλιστών αγροτών για την ενίσχυση των κερδών τους και της θέσης τους έναντι των μικρότερων οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, της φτωχομεσαίας αγροτιάς, που είτε δεν αντέχει τη μίσθωση εργατικής δύναμης - αφού όπως προαναφέρθηκε οι μισές αγροτικές εκμεταλλεύσεις ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία - είτε το κάνει σε ελάχιστο βαθμό και ευκαιριακά. Το στοιχείο αυτό εντοπίζουν και εγχώριες πανεπιστημιακές έρευνες, που αναφέρουν ότι τελικά η μαζική είσοδος των μεταναστών στις αγροτικές περιοχές της χώρας διεύρυνε το χάσμα μεταξύ των μεγάλων και μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων[9].

Παραπομπές:

1. Χ. Κασίμης, Α. Γ. Παπαδόπουλος (Επιμ.) (2012), Μετανάστες στην Ελλάδα: Απασχόληση και Ενταξη στις Τοπικές Κοινωνίες, Αλεξάνδρεια (Συλλογικό): σελ. 3

2. Ο.π.: σελ. 15 - 16

3. Η ΕΜΕ ορίζεται ως ο όγκος εργασίας τον οποίο καταβάλλει ετησίως ένας εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης

4. http://ec.europa.eu/agriculture/statistics/factsheets/index_en.htm

5. Μετανάστες στην Ελλάδα...: σελ. 12

6. Ο.π. σελ. 8

7. Ο.π. σελ. 9

8. Λ. Λαμπριανίδης - Θ. Συκάς, ό.π.: σελ. 7

9. Ελληνική Γεωργία και Αγροτική Πολιτική (2008) Ακαδημία Αθηνών σελ. 106

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου