Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Πείρα από τις απαγορεύσεις φασιστικών ομάδων

Το παράδειγμα της Γερμανίας
Το γερμανικό Σύνταγμα (άρθρο 21) προβλέπει την απαγόρευση κομμάτων που αντιβαίνουν στις αρχές του, και ιδιαίτερα σ' αυτές της «ελεύθερης δημοκρατικής τάξης».

Στη βάση αυτή η αστική τάξη της Δυτικής Γερμανίας μεταπολεμικά ξεκίνησε τη διαδικασία απαγόρευσης του κόμματος της εργατικής τάξης, του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, που ολοκληρώθηκε το 1956. Με στόχο να διασκεδάσει το χτύπημα του κομμουνιστικού, εργατικού κινήματος η αστική τάξη απαγόρευσε αρχικά στη βάση των σχετικών νόμων ένα μικρό νεοναζιστικό κόμμα με την επωνυμία «Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ράιχ» το 1952, κι ενώ το χιτλερικό «Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» (NSDAP) και τα παρακλάδια του είχαν απαγορευτεί με συμμαχική απόφαση ήδη τον Οκτώβρη του 1945.

Παρά το γεγονός αυτό, στην πράξη οι παλιοί ναζί είχαν ξαναγίνει κρατικοί υπάλληλοι, δικαστές και δάσκαλοι, και οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ είχαν αναλάβει πάλι υπηρεσία.

Στη Γερμανία έχει διαμορφωθεί νομοθετικό πλαίσιο που δίνει τη δυνατότητα στα υπουργεία Εσωτερικών της Ομοσπονδίας και των κρατιδίων να απαγορεύουν συλλόγους και οργανώσεις που αναπτύσσουν «αντισυνταγματική δραστηριότητα».

Στη βάση αυτή έχουν τεθεί κατά καιρούς 16 νεοναζιστικές οργανώσεις σε ομοσπονδιακό και 72 σε κρατιδιακό επίπεδο εκτός νόμου, έχοντας γενικά μικρές οργανωμένες δυνάμεις. Ωστόσο, δεν ισχύει, όπως λέγεται, γενική απαγόρευση των φασιστικών ομάδων, ενώ νόμιμα δρα το μεγαλύτερο ναζιστικό κόμμα, το NPD.

Σε πολλές περιπτώσεις οι απαγορεύσεις γίνονται μέσα από μια διαδικασία αναίρεσης στην πράξη και αυτό φαίνεται από την πορεία αναδιάταξης του νεοναζιστικού χώρου με τη δημιουργία ομάδων που αυτοαποκαλούνται «Ελεύθεροι Σύνδεσμοι Συναγωνιστών» (Freie Kameradschaften).

Οι ομάδες αυτές είναι οργανωτικά αυτόνομες αλλά στενά δικτυωμένες μεταξύ τους. Ο αριθμός τους παγγερμανικά ανέρχεται στις 150 με τοπική και περιφερειακή δράση. Η δικτύωση των μεμονωμένων συνδέσμων γίνεται μέσα από γραφεία δράσης, συντονιστικές συναντήσεις και ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου. Σύμφωνα με στοιχεία της Εισαγγελίας της Δρέσδης μόνο στη Σαξονία υπάρχουν 40 τέτοιοι Σύνδεσμοι με συνολικά 1.800 μέλη, μικρός σχετικά αριθμός συγκριτικά με το μέγεθος της Γερμανίας.
Στη Γερμανία δραστηριοποιείται επίσης το δίκτυο Συνδέσμων νεοναζιστικών οργανώσεων στη Βαυαρία, το «Ελεύθερο Δίκτυο του Νότου» Freies Netz Sud. Αξίζει να θυμηθούμε ότι μέλη του δικτύου αυτού επισκέφτηκαν τη Βουλή το Φλεβάρη του 2013, προσκαλεσμένοι από τη φασιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή, σαν ανταπόδοση της επίσκεψης μελών της στη Νυρεμβέργη το Νοέμβρη του 2012.

Κύριο πεδίο δράσης των Συνδέσμων είναι διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις. Τα θέματα των συγκεντρώσεων όπως λένε οι ίδιοι είναι δευτερεύουσας σημασίας, το βασικό είναι η παρουσία τους στους δρόμους, όπως π.χ. με την Πορεία Μνήμης στο ναζιστή Ρούντολφ Ες.

Οι Σύνδεσμοι διεξάγουν παραστρατιωτικές ασκήσεις κυρίως σε απομακρυσμένες δασικές εκτάσεις, και με κανονικά όπλα. Κάθε τόσο, μέλη των Συνδέσμων θεωρούνται υπεύθυνα για βομβιστικές ενέργειες, δολοφονίες, εμπρησμούς σπιτιών και καταστημάτων. Σε σπίτια τους βρίσκονται αποθήκες πυρομαχικών και εκρηκτικών υλών.

Ιδιαίτερα στα ανατολικά κρατίδια πολλά στελέχη των Συνδέσμων είναι και δραστήρια μέλη του Εθνικοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (NPD) ή της οργάνωσης νεολαίας του (JN). To NPD δεν εκπροσωπείται στην Κεντρική Βουλή (Μπούντεσνταγκ) αλλά σε 2 κρατιδιακά Κοινοβούλια στην ανατολική Γερμανία (στη Σαξονία με 8 έδρες και στο Μέκλενμπουργκ με 6 έδρες). Η παρουσία του στην τοπική διοίκηση είναι πιο έντονη, έχοντας 330 δημοτικούς συμβούλους σε δήμους και κοινότητες 14 κρατιδίων. Βασικές πολιτικές θέσεις αυτού του φασιστικού κόμματος είναι η «δημιουργία θέσεων εργασίας για Γερμανούς, εθνική οικονομία προσανατολισμένη στο ζωτικό χώρο του ανθρώπου σαν απάντηση στην παγκοσμιοποίηση, ενίσχυση της ασφάλειας και πρόγραμμα για τον επαναπατρισμό των αλλοδαπών».

Ουσιαστικά το NPD είναι φασιστικό μόρφωμα που έχει την ιδιότητα ενός νόμιμου κόμματος, σύμφωνα με τη νομοθεσία «περί κομμάτων» της Γερμανίας. Το 2001 ο τότε καγκελάριος Σρέντερ κίνησε τη διαδικασία απαγόρευσής του με την αιτιολογία της αντισυνταγματικότητας. Η διαδικασία αυτή σταμάτησε δυο χρόνια αργότερα, όταν αποκαλύφθηκε ότι στελέχη της ηγεσίας του ήταν πράκτορες των κρατικών υπηρεσιών, π.χ. ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της κρατιδιακής οργάνωσης της Βόρειας Ρηνανίας.
Στα τέλη του περασμένου χρόνου οι υπουργοί Εσωτερικών των κρατιδίων αποφάσισαν να ξεκινήσουν μια καινούρια διαδικασία απαγόρευσης του NPD, σαν αντίδραση στις διασυνδέσεις που αποκαλύφθηκαν μεταξύ στελέχους του κόμματος αυτού με την Εθνικοσοσιαλιστική Παράνομη Δράση (NSU), μέλη της οποίας δικάζονται αυτό το διάστημα στο Μόναχο για τη δολοφονία 9 μεταναστών και 1 αστυνομικού.

Και στην περίπτωση αυτή αποκαλύφθηκε ότι η οργάνωση έμεινε επί 13 ολόκληρα χρόνια στο απυρόβλητο ακριβώς επειδή είχε τις πλάτες κρατικών υπηρεσιών, όπως της Ομοσπονδιακής Εγκληματολογικής Υπηρεσίας που διέταξε τη διαγραφή πολύτιμων αποδεικτικών στοιχείων και δεδομένων που σχετίζονταν άμεσα με την οργάνωση.

Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας «Προστασίας του Συντάγματος» καθώς και τρεις συνάδελφοί του από κρατίδια παραιτήθηκαν αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τους «λανθασμένους χειρισμούς» αναφορικά με τους δολοφόνους νεοναζί, και θέλοντας να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι οργανώσεις αυτές λειτουργούσαν και λειτουργούν ως «το μακρύ χέρι του κράτους».

Τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει την εμφάνισή τους στη Γερμανία και οι αυτοαποκαλούμενοι «Αυτόνομοι Εθνικιστές». Χαρακτηριστικό αυτών των φασιστικών ομάδων είναι η ομοιόμορφη μαύρη περιβολή και η αποσπασματική χρήση «αντισυστημικών» συνθημάτων όπως «Ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο», «Ο καπιταλισμός σκοτώνει» κ.λπ. Στήνουν πρωτοβουλίες σε γειτονιές με αποπροσανατολιστικές ονομασίες, π.χ. «για μια όμορφη πόλη», επιδιώκοντας να ενοχοποιήσουν τους μετανάστες και να στρέψουν κατοίκους ενάντια στην ίδρυση κέντρων μεταναστών. Αν και ακόμα όλες αυτές οι φασιστικές ομάδες δεν έχουν μαζικοποιηθεί όπως σε άλλες χώρες (βλ. Ουγγαρία) κάνουν προσπάθεια εξάπλωσης παραπέρα και πάνω στη βάση υπαρκτών προβλημάτων που δημιουργεί ο καπιταλισμός αναπτύσσουν «κοινωνικές δραστηριότητες», όπως την οργάνωση γραφείων εξυπηρέτησης πολιτών, φροντιστηρίων για αδύνατους μαθητές, γιορτών σε παραμελημένες αγροτικές περιοχές κ.ά.
Τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι νομικές απαγορεύσεις φασιστικών οργανώσεων μπορεί να βάζουν ορισμένα εμπόδια όμως οι φασίστες συνεχίζουν να δρουν, να καλύπτονται από μηχανισμούς του αστικού κράτους και να τροφοδοτούνται από το εκμεταλλευτικό σύστημα που τους γεννά και τους θρέφει.

Η θέση για την κοινή δράση των πολιτικών δυνάμεων του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου» αποπροσανατολίζει το λαό, χρησιμοποιείται σαν άλλοθι και βάση μπολιάσματος της λαϊκής συνείδησης με τις θεωρίες «των δύο άκρων» και του αντικομμουνισμού.

Γεγονός είναι ότι οι φασιστικές οργανώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν, να απομονωθούν από ένα γερά οργανωμένο και ταξικά προσανατολισμένο εργατικό κίνημα. 

Από μια ισχυρή λαϊκή συμμαχία που θα παλεύει με κατεύθυνση την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας που γεννάει το φασισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου