Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Σχετικά με την όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα σε ΕΕ και ΗΠΑ

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να θεωρήσει τις φορολογικές συμφωνίες της «Apple» με την ιρλανδική κυβέρνηση ως «παράνομη κρατική ενίσχυση» και να ζητήσει από την Ιρλανδία να ανακτήσει φόρους που δεν καταβλήθηκαν από το αμερικανικό μονοπώλιο, ύψους 13 δισεκατομμυρίων ευρώ, επιδιώκεται να προβληθεί από μέσα ενημέρωσης και πολιτικές δυνάμεις, απολογητές της λυκοσυμμαχίας του κεφαλαίου και του ευρωμονόδρομου, ως προσπάθεια πάταξης της φοροαποφυγής και άλλα τέτοια. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την όξυνση και κλιμάκωση των σφοδρών ανταγωνισμών των μονοπωλιακών ομίλων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών - μελών της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο στην αντιπαράθεση ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων για την επέκταση και την κυριαρχία τους στις αγορές, που ακολουθεί άλλα ...επεισόδια της προηγούμενης περιόδου, όπως το άνοιγμα της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων που προηγήθηκε από την Κομισιόν στην «Google», στη «Microsoft», και την αντίστοιχη απάντηση από τις ΗΠΑ με κυρώσεις ενάντια στη γερμανική «Volkswagen», με αφορμή το «σκάνδαλο των ρύπων», αλλά και τις ανακοινώσεις της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ για την αποτυχία της Deutsche Bank να ανταποκριθεί στο «τεστ αντοχής» και τη σχετική έκθεση του ΔΝΤ που ακολούθησε για την ίδια τράπεζα. Τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης αξιοποιούν όλα τα μέσα για να υπερασπίσουν και να διασφαλίσουν τις θέσεις και τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων της ως σύνολο, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα συμφέροντα των επιμέρους κρατών - μελών της, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ιρλανδία, η κυβέρνηση της οποίας ξιφουλκεί κατά της απόφασης της Επιτροπής, όπως άλλωστε και η «Αpple».
Ο χρόνος εκδήλωσης αυτής της εξέλιξης μόνο τυχαίος δεν είναι, αφού έρχεται μία μέρα μετά τις δηλώσεις του σοσιαλδημοκράτη Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Ζ. Γκάμπριελ, για την «ντε φάκτο αποτυχία» των διαπραγματεύσεων για τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ), επιρρίπτοντας τις ευθύνες στην αμερικανική πλευρά γιατί αρνείται «να συμβιβαστεί με τους Ευρωπαίους». Η διαμάχη των μονοπωλιακών συμφερόντων γύρω από την ΤΤΙΡ είναι οξύτατη, ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς, όπως η ψηφιακή αγορά, όπου η ΕΕ (και τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη - μέλη της, όπως η Γερμανία) επιχειρεί να απαντήσει στην υπεροχή των μονοπωλίων των ΗΠΑ με την ανάπτυξη της δικής της «Ενιαίας Ψηφιακής Αγοράς». Οι εξελίξεις επομένως στις σχέσεις της ΕΕ με την «Apple», που κυριαρχεί στον συγκεκριμένο κλάδο, όπως και οι αντίστοιχες με το άλλο αμερικανικό μονοπώλιο της «Google» παλιότερα, μπορούν να εξηγηθούν κάτω από το πρίσμα της όξυνσης των μονοπωλιακών ανταγωνισμών και το κουβάρι των αντιπαραθέσεων που κλιμακώνονται ανάμεσα σε ΗΠΑ και Γερμανία, αλλά και στο εσωτερικό της ΕΕ, καθώς και με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και ισχυρές καπιταλιστικές χώρες.
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα λόγο να εμπλακούν στο μαινόμενο πόλεμο των μονοπωλιακών συμφερόντων, να συνταχτούν κάτω από ξένες σημαίες. Οσο οξύνονται οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, τόσο αυξάνονται η εκμετάλλευση και η επιθετικότητα των επιχειρηματικών ομίλων ενάντια στην εργατική τάξη. Συμφέρον του εργαζόμενου λαού είναι να αντιπαραθέσει στα μονοπώλια και την εξουσία τους τη δική του κοινωνική συμμαχία, διεκδικώντας να γίνει κύριος του πλούτου που παράγει, με ριζικές αλλαγές στην εξουσία και την οικονομία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου