Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Για τα ζητήματα της κατοικίας και της αγροτικής γης

Την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού, επιχειρεί, μέσω των μνημονίων η αστική τάξη της χώρας σε συνεργασία με τους διεθνείς της συμμάχους, με προφανή στόχο να αποσπάσουν κάθε ικμάδα υπεραξίας και να ανοίξουν νέες αγορές τοποθέτησης κεφαλαίων. Και οι νέες αυτές αγορές, οι οποίες κρίνονται πρόσφορες για «ώριμη» κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση, δεν είναι μόνο τα λεγόμενα «κλειστά επαγγέλματα», αλλά και η με καπιταλιστικό τρόπο οργάνωση της εκμετάλλευσης της μικρής ακίνητης περιουσίας και της αγροτικής γης.

Φυσικά, οι πρώτες παρεμβάσεις της αστικής τάξης και του πολιτικού της συστήματος -πάντα σε συνεργασία με τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα- έτσι όπως εκφράστηκαν με τα μνημόνια Ι ΙΙ και ΙΙΙ, στράφηκαν στις πηγές παραγωγής και μοιράσματος της υπεραξίας. Στο στόχαστρο επομένως οι μισθοί και οι συντάξεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Οι άγριες περικοπές που ακολούθησαν,

με άμεση κρατική παρέμβαση, στόχο φυσικά είχαν το βίαιο επανακαθορισμό της σχέσης του πληρωμένου και απλήρωτου χρόνου εργασίας, που οδηγεί σε άνοδο του βαθμού εκμετάλλευσης (αύξηση του ποσοστού υπεραξίας). Αλλά και οι άλλες παρεμβάσεις σε Ασφαλιστικό, Υγεία, Παιδεία, Πρόνοια, αυτό το σκοπό έχουν. Να αυξήσουν δηλαδή το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων, που αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις ανόδου του μέσου ποσοστού του κέρδους, ή στη χειρότερη περίπτωση, της ανάσχεσης της πτωτικής του πορείας. Οι καπιταλιστές γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα, ότι, όταν το κεντρί του κέρδους βρίσκεται σε αδράνεια, όπως συμβαίνει σήμερα, κανένας και με κανέναν τρόπο, δεν έχει τη διάθεση να δραστηριοποιηθεί σε εμπορικές επιχειρήσεις. Επομένως, η εξαθλίωση του λαού, προβάλλει σήμερα ως η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας.

Μικρή ιδιοκτησία: εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί

Οι σχεδιασμοί τους όμως δεν περιορίζονται μόνο στους τομείς παραγωγής και μοιράσματος της υπεραξίας, αλλά είναι ευρύτεροι. Στόχος πλέον, είναι η καπιταλιστική οργάνωση ολόκληρων κλάδων και τομέων της ελληνικής οικονομίας, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται κυρίως στα χέρια μικροϊδιοκτητών, ενώ η δραστηριότητα του μεγάλου κεφαλαίου, είναι αρκετά περιορισμένη. Τέτοιος κλάδος σήμερα, είναι η αγορά κατοικίας, όπου κυριαρχεί η μικροϊδιοκτησία, ενώ ανάλογη εικόνα εμφανίζεται και στην ιδιοκτησία της αγροτικής γης, όπου συνεχίζει να κυριαρχεί ο μικρός αγροτικός κλήρος.

Στην κατεύθυνση αυτή, κινείται η μονιμοποίηση του φόρου στα ακίνητα και η επέκτασή του και στα αγροτεμάχια, που συζητείται τους τελευταίους 2,5 μήνες σε επίπεδο επιτροπής του υπουργείου Οικονομικών και πρόκειται να εφαρμοστεί το δεύτερο εξάμηνο του 2013.

Η επιβολή του φόρου αυτού, αποτελεί τομή στην πολιτική και οικονομική ιστορία του τόπου. Επί δεκαετίες, η αστική τάξη διακήρυττε το ιερό και το απαραβίαστο της ατομικής ιδιοκτησίας της κατοικίας και της αγροτικής γης. Το πολιτικό σύστημα από την μεταπολεμική περίοδο έως και τα πρόσφατα χρόνια, κολάκευε τους μικροϊδιοκτήτες, τους οποίους ενέτασσε στους «νοικοκυραίους» και στους «νομιμόφρονες πολίτες» της χώρας, ενώ επένδυε πολιτικά πάνω τους, καθώς ο κάθε πολιτικάντης στο πρόσωπό τους έβλεπε τους μελλοντικούς του ψηφοφόρους. Από την πλευρά της η αστική τάξη, πάντα επεδίωκε να διατηρεί σταθερές συμμαχίες με τα μικροαστικά αυτά στρώματα, υπερτονίζοντας ότι όλοι τους είναι κάτοχοι ατομικής ιδιοκτησίας... Ασχετα από το γεγονός, ότι οι μεγάλοι κεφαλαιοκράτες είναι ιδιοκτήτες των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και οι αγρότες ιδιοκτήτες 50 - 60 στρεμμάτων γης. Αν αφαιρέσουμε τη ...μικρή ποσοτική αυτή διαφορά, ποιοτικά και οι μεν και οι δε είναι ίδιοι... Κάτοχοι ατομικής ιδιοκτησίας.

Αυτά ως χθες. Γιατί οι ανάγκες του κεφαλαίου που διαμορφώθηκαν, ειδικά μετά την οικονομική κρίση του 2007-2008, απαιτούν σήμερα, να ξεπεραστεί το εμπόδιο της μικρής ιδιοκτησίας. Η οποία θα πρέπει να απαλλοτριωθεί με κρατικό και πάλι εξαναγκασμό. Γιατί είναι προφανές, ότι η κατάρρευση των τιμών των ακινήτων τα τελευταία τρία χρόνια, έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα στο χώρο της οικοδομής. Η πιο σταθερή μορφή επένδυσης τα τελευταία 50 χρόνια, όπου ο κάθε εργαζόμενος ακουμπούσε τις οικονομίες του, ενώ παράλληλα δανειζόταν αδρά από τις τράπεζες, για να κάνει το όνειρο πραγματικότητα και να αποκτήσει δικό του σπίτι, απαξιώνεται σήμερα με ταχύτατους ρυθμούς. Κάτω οι τιμές των ακινήτων, κάτω οι πρόσοδοι, πάνω, πολύ πάνω, τα χαράτσια. Η κατάσταση που ζούνε από το 2011 οι μικροϊδιοκτήτες, όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Ευ. Βενιζέλος, ανακοίνωσε την εφαρμογή, με αναδρομική μάλιστα ισχύ του «τέλους» επί των ηλεκτροδοτούμενων χώρων, το γνωστό δηλαδή χαράτσι, έχει όλα τα στοιχεία της ιλαροτραγωδίας. Η «σταθερή επένδυση» όχι μόνο δεν αποδίδει τα αναμενόμενα, αλλά το ακίνητο φορτώνεται με συνεχόμενα χαράτσια. Το άβατο της μικρής ατομικής ιδιοκτησίας, έχει παραβιαστεί βάναυσα. Η τελευταία είναι έτοιμη για απαλλοτρίωση.

Τα ίδια συμβαίνουν και με τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Χρεοκοπημένοι ήδη οι μικροί αγρότες από τις συνεχόμενες αυξήσεις των εξόδων παραγωγής, τις χαμηλές τιμές πώλησης των εμπορευμάτων τους στο μεσάζον χονδρεμπορικό κεφάλαιο, την τραπεζική υπερχρέωση, τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς στις καλλιέργειες που επιβάλλει η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), το μόνο που τους έλειπε ήταν η επιβολή φόρου στα αγροτεμάχια. Τάχα μου τάχα μου, για να κτυπηθεί η φοροδιαφυγή... Είναι ο πιο εύσχημος τρόπος, να τους ωθήσουν στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών. Εχουν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες για συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Ηρθε η ώρα της βίαιης προλεταριοποίησης όσων κατάφεραν να επιβιώσουν ως σήμερα. Ηδη αετονύχηδες, επώνυμα μέλη της αστικής τάξης, έχουν ξαμοληθεί και αγοράζουν αγροτική γη μπιτ παρά, την οποία χρησιμοποιούν για να στήσουν επιχειρήσεις με φωτοβολταϊκά και άλλες μορφές του «πράσινου καπιταλισμού».

Η ελληνική ιδιαιτερότητα...

Είναι γεγονός, ότι οι μορφές κίνησης του κεφαλαίου στους χώρους της κατοικίας και της αγροτικής γης, μοιάζουν πολύ «καθυστερημένοι» σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν στις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Για το πώς συγκεντρώθηκε η γη στα χέρια λίγων μεγάλων γαιοκτημόνων στην Αγγλία, και στη συνέχεια η καπιταλιστική οργάνωση της γεωργικής παραγωγής, μας το περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ο Κ. Μαρξ στην ανάλυση της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η διαδικασία συγκέντρωσης των γαιών σε λίγους μεγάλους γαιοκτήμονες, ήταν μια μακροχρόνια διαδικασία, η οποία ξεκίνησε τον 14ο και ολοκληρώθηκε τον 18ο αιώνα. Στη διάρκεια των 400 αυτών χρόνων, και με τη χρήση απροκάλυπτης βίας, πέρασε στα χέρια γαιοκτημόνων η εκκλησιαστική γη και οι εκτάσεις των μοναστηριών, τα δημόσια κτήματα, αλλά και τεράστιες περιοχές οι οποίες ανήκαν στις αγροτικές κοινότητες και λειτουργούσαν με καθεστώς κοινοκτημοσύνης, μία παράδοση η οποία είχε τις ρίζες της στον πρώιμο μεσαίωνα. Οι μικροί παραγωγοί, οι οποίοι ήταν πολυάριθμοι, εκδιώχθηκαν με τον κνούτο και τις ξιφολόγχες των στρατιωτών, για να οδηγηθούν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Πολλοί από αυτούς εργάστηκαν, κάτω από άθλιες συνθήκες, σε μανουφακτούρες και σε βιομηχανικά εργοστάσια - κάτεργα, που έκαναν την Αγγλία το πρώτο εμπορικό έθνος του κόσμου... Αλλοι έγιναν ζητιάνοι, πόρνες, αλήτες, κλέφτες, ληστές, πυκνώνοντας έτσι τις γραμμές του λούμπεν προλεταριάτου.

Με μεθόδους απάνθρωπης κτηνωδίας και μέσα από τη φωτιά και το σίδηρο, δημιουργήθηκε ο καπιταλισμός στον αγροτικό τομέα της Αγγλίας, ο οποίος, την περίοδο της εδραίωσης της μεγάλης βιομηχανίας στα τέλη του 18ου αιώνα τροφοδοτούσε με τρόφιμα, πρώτες ύλες και με ανθρώπινο δυναμικό τα αστικά κέντρα της χώρας. Με τον τρόπο αυτό έλυσε ο καπιταλισμός το αγροτικό ζήτημα στην Αγγλία.

Από τη σκοπιά του κεφαλαίου, αυτό που λύθηκε τον 18ο αιώνα στην Αγγλία, παραμένει άλυτο τον 21ο αιώνα στην Ελλάδα. Δηλαδή, η συγκέντρωση της γης σε λίγα χέρια και η καπιταλιστική εκμετάλλευση της γεωργίας, με όρους οικονομίας κλίμακας.

Ποια είναι η κατάσταση σήμερα στην ελληνική γεωργία; Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ο μέσος αγροτικός κλήρος είναι περίπου 43 στρέμματα ανά εκμετάλλευση, έναντι 184 στρεμμάτων του κοινοτικού μέσου όρου και 1.800 στρεμμάτων στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με στοιχεία της καταγραφής του 1997 το 90% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είχαν μέγεθος ως 100 στρέμματα και το 76% έως 50 στρέμματα. Ανω των 500 στρεμμάτων ήταν μόλις το 0,4% των εκμεταλλεύσεων, όταν στην ΕΕ το σχετικό ποσοστό ανέρχονταν στο 8,6%.

Σίγουρα από το 1997 τα ποσοστά αυτά έχουν αλλάξει προς την κατεύθυνση της περαιτέρω συγκέντρωσης της γης. Παρά ταύτα, στην Ελλάδα ο μέσος γεωργικός κλήρος παραμένει μικρός. Αυτό προφανώς δημιουργεί μία σειρά από προβλήματα, όπως το ύψος του κεφαλαίου που τοποθετείται στη γεωργία (μικρά και σκόρπια κεφάλαια), η χαμηλή παραγωγικότητα και η κατασπατάληση παραγωγικών δραστηριοτήτων (δυσανάλογα πολλά αγροτικά μηχανήματα σε σχέση με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις).

Στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα, δύο δρόμοι διαφαίνονται για την επίλυση του αγροτικού προβλήματος. Ο πρώτος αφορά την καπιταλιστική εκμετάλλευση της γεωργίας σε οικονομία κλίμακας και τη συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, κάτι που προϋποθέτει τη βίαιη προλεταριοποίηση των φτωχών και μεσαίων αγροτών, οι οποίοι είτε θα μετατραπούν σε εργάτες γης, είτε θα εγκαταλείψουν τον τόπο τους και θα συρρεύσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Οπου βέβαια οι συνθήκες διαβίωσης έχουν χειροτερεύσει απότομα.

Ο δεύτερος δρόμος είναι αυτός του αγροτικού παραγωγικού συνεταιρισμού, ο οποίος θα λειτουργεί με βάση τον επιστημονικό σχεδιασμό με κριτήριο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών της χώρας. Μια επιλογή απείρως καλύτερη για τη συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών της χώρας, οι οποίοι θα παραμείνουν στη γη τους, σε ένα αναβαθμισμένο κοινωνικά και οικονομικά περιβάλλον.

Η μικρή ακίνητη περιουσία

Πόσο «παρωχημένη» προβάλλει η μορφή κίνησης του κεφαλαίου στην Ελλάδα στο πεδίο των αστικών ακινήτων, όπου συνεχίζει να κυριαρχεί το σύστημα της αντιπαροχής και η λειτουργία μικρών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, υπό τη μορφή γραφείων πολιτικών μηχανικών και αρχιτεκτόνων, γίνεται αντιληπτό από τις ανάλογες εξελίξεις στην Αγγλία των μέσων του 19ου αιώνα... Αναφερόμενος ο Μαρξ στην οικοδομική δραστηριότητα στην Αγγλία («Κεφάλαιο», τόμος Β, σελ 230-231) αναφέρει μεταξύ άλλων: «...κατά την ανέγερση κατοικιών ο ιδιώτης για τον οποίο χτίζεται το σπίτι, πληρώνει κατά δόσεις προκαταβολές στον εργολάβο οικοδομών... Αντίθετα, στην εποχή του αναπτυγμένου καπιταλισμού, όπου από τη μια είναι συγκεντρωμένα κατά μάζες κεφάλαια στα χέρια ατόμων και από την άλλη δίπλα στον ατομικό κεφαλαιοκράτη εμφανίζεται ο συνεταιρισμένος κεφαλαιοκράτης (μετοχικές εταιρείες), και όπου ταυτόχρονα είναι αναπτυγμένο το πιστωτικό σύστημα, ένας κεφαλαιοκράτης εργολάβος οικοδομών μόνο σαν εξαίρεση χτίζει ακόμα επί παραγγελία για ατομικούς ιδιώτες. Επάγγελμά του είναι να χτίζει σειρές ολόκληρες από σπίτια ή και ολόκληρες συνοικίες πόλεων για την αγορά, ακριβώς όπως επάγγελμα άλλων ατομικών κεφαλαιοκρατών είναι να κατασκευάζουν επί συμβάσει σιδηροδρομικές γραμμές».

Στη συνέχεια παραθέτει την κατάθεση ενός εργολάβου οικοδομών στην Επιτροπή του 1857 για τις τράπεζες, όπου προκύπτουν ανάγλυφα οι μεγάλες ανατροπές που επέφερε η κεφαλαιοκρατική παραγωγή στην ανέγερση σπιτιών στο Λονδίνο. Στην κατάθεσή του ανέφερε μεταξύ άλλων: «...στα τελευταία 40 χρόνια όλα έχουν αλλάξει. Μόνο πολύ λίγα σπίτια χτίζονται επί παραγγελία. Οποίος χρειάζεται καινούριο σπίτι, διαλέγει ένα από τα σπίτια που χτίστηκαν ή που χτίζονται για λόγους κερδοσκοπίας. Ο εργολάβος δεν εργάζεται πλέον για τον πελάτη αλλά για την αγορά - όπως και κάθε άλλος βιομήχανος είναι κι αυτός υποχρεωμένος νάχει έτοιμα εμπορεύματα στην αγορά... Τώρα (ο εργολάβος) είναι υποχρεωμένος να αγοράσει (δηλ. να εκφραστούμε όπως εκφράζονται στην ηπειρωτική Ευρώπη, να νοικιάσει συνήθως για 99 χρόνια) ένα εκτεταμένο οικόπεδο και χτίσει σ' αυτό ως 100 ή 200 σπίτια... Με αυτό τον τρόπο της κερδοσκοπίας που προλαβαίνει τη ζήτηση σπιτιών, έχουν χτιστεί σχεδόν ολόκληρη η Μπελγκράβια και η Ταϊμπόρνια, καθώς και οι αναρίθμητες χιλιάδες βίλες γύρω από το Λονδίνο».

Η διαφορά με την Αγγλία του 19ου αιώνα, είναι ότι τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, θεωρούνται κορεσμένα από την άποψη της οικοδομικής δραστηριότητας. Επομένως, για να εισέλθουν μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις στην εκμετάλλευση των ακινήτων, θα πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα. Θα πρέπει με τη μία ή την άλλη μορφή, οι μικροϊδιοκτήτες να ξεπουλήσουν τα ακίνητα και αυτά να συγκεντρωθούν στα χέρια εργολαβικών εταιρειών. Εξ ου και η πολιτική απαξίωσης των ακινήτων.

Οπως και στην περίπτωση της αγροτικής γης, έτσι και εδώ δύο λύσεις υπεισέρχονται στο θέμα της κατοικίας. Η πρώτη είναι αυτή που μόλις περιγράψαμε, το πέρασμα δηλαδή των ακινήτων σε μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία δίνει κερδοφόρα διέξοδο σε λιμνάζοντα και αδρανή κεφάλαια, τα οποία, όσο παραμένουν σε αυτή την κατάσταση, εγγράφουν ζημιές για τους κατόχους τους.

Η άλλη λύση βρίσκεται στον αντίποδα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της κατοικίας, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι σαν εμπορευματική αξία, αλλά σαν αξία χρήσης, σαν μια οικονομική δραστηριότητα η οποία σκοπό θα έχει την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών και όχι το καπιταλιστικό κέρδος.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου